εφελκύω

εφελκύω
εφέλκω (αόρ. εφείλκυσα) μετ.
1) привлекать, притягивать;

εφελκύω την προσοχή — привлекать внимание;

2) мор. буксировать; волочить, тащить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εφελκύω" в других словарях:

  • εφελκύω — (ΑΜ ἐφελκύω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου («καὶ μαγνῆτις ὥσπερ, ἐφελκύσω πρὸς τὰ σὰ παιδεύματα», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκύω] …   Dictionary of Greek

  • εφέλκυση — η (Α ἐφέλκυσις) [εφελκύω] προσέλκυση, έλξη, τράβηγμα …   Dictionary of Greek

  • εφελκυσμός — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του σώματος τοποθετείται υπό έκταση, για να ευθυγραμμιστούν δύο γειτονικές δομές ή να συγκρατηθούν στη θέση τους. * * * ο (ΑΜ ἐφελκυσμός) [εφελκύω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα νεοελλ. (μηχανολ.) τρόπος καταπόνησης… …   Dictionary of Greek

  • εφελκυστής — ἐφελκυστής, ὁ (Α) [εφελκύω] βοηθός …   Dictionary of Greek

  • εφελκυστικός — ή, ό (ΑΜ ἐφελκυστικός, ή, όν) [εφελκύω] 1. αυτός που έλκει, που σύρει προς το μέρος του 2. φρ. «εφελκυστικό ν» το ευφωνικό ν («τὸ ν ἐφελκυστικόν ἐστιν ἐν τῷ τρίτῳ προσώπῳ», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. μτφ. αυτός που δημιουργεί σημείο προσέγγισης. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՒԴՐԵՄ — ( ) NBH 2 0645 Chronological Sequence: Early classical ՊԱՒԴՐԵԼ. Բառ անյայտ. իբր յն. Ձգել, քաշել. ἑφελκύω attraho. որ թարգմանի եւ պատրել. (Թերեւս այսպէս էր գրելի.) *Թէպէտ եւ կարի ոք մեծամիտ իցէ այրն, այնու վաղ պաւդրի, յորժամ հեզութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»